- αιχμοφόρος
- Ο στρατιώτης που μάχεται με το ξίφος. Οι α. αποτελούσαν ειδικό σώμα των αρχαίων Περσών, οπλισμένο με λόγχες και προσαρτημένο στη βασιλική φρουρά.
* * *αἰχμοφόρος, -ον (Α)1. πολεμιστής που φέρει δόρυ2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού στρατιωτικού σώματος τών ασιατικών λαών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + -φόρος < φέρω].
Dictionary of Greek. 2013.