αιχμοφόρος

αιχμοφόρος
Ο στρατιώτης που μάχεται με το ξίφος. Οι α. αποτελούσαν ειδικό σώμα των αρχαίων Περσών, οπλισμένο με λόγχες και προσαρτημένο στη βασιλική φρουρά.
* * *
αἰχμοφόρος, -ον (Α)
1. πολεμιστής που φέρει δόρυ
2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού στρατιωτικού σώματος τών ασιατικών λαών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + -φόρος < φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αἰχμοφόρος — spearman masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμοφόροι — αἰχμοφόρος spearman masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμοφόρους — αἰχμοφόρος spearman masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμοφόρων — αἰχμοφόρος spearman masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”